- χορδάριον
- τὸ, Αυποκορ. τ. τού χορδή.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χορδαρίου — χορδάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδάρια — χορδάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek